- πτεροποιήσουσιν
- πτεροποιέωaor subj act 3rd pl (epic)πτεροποιέωfut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)πτεροποιέωfut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.